- χωλός
- η , ό[ν]1) хромой; прихрамывающий; 2) безногий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωλός — lame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλός — ή, ό / χωλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει χάσει το πόδι ή τα πόδια του, κουτσός 2. αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά επειδή έχει ελάττωμα στο πόδι ή στα πόδια 3. μτφ. ελλιπής, ελαττωματικός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χωλός ζωολ. γένος… … Dictionary of Greek
χωλός — ή, ό αυτός που στερείται το ένα ή και τα δύο πόδια, ο κουτσός, ο κουτσοπόδαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωλά — χωλός lame neut nom/voc/acc pl χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc/acc dual χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλόν — χωλός lame masc acc sg χωλός lame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλαί — χωλός lame fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλούς — χωλός lame masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλέ — χωλός lame masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλή — χωλός lame fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλήν — χωλός lame fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλῶς — χωλός lame adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)